- κατακαύματα
- κατάκαυμαanything burntneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάκαυμα — κατάκαυμα, τὸ (Α) [κατακαίω] 1. αυτό που έχει αποτεφρωθεί πλήρως 2. στον πληθ. (για φυτά) τὰ κατακαύματα τα καμένα μέρη 3. φλεγμονή τού δέρματος η οποία έχει προέλθει από κάψιμο … Dictionary of Greek